- ακόντιση
- ακόντιση, η και ακοντισμός, οτο ρίξιμο του ακοντίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακόντιση — η (Α ἀκόντισις) [ἀκοντίζω] ρίξιμο, εκτόξευση τού ακοντίου … Dictionary of Greek
ἀκοντίσῃ — ἀκοντίσηι , ἀκόντισις throwing the javelin fem dat sg (epic) ἀκοντίζω hurl a javelin aor subj mid 2nd sg ἀκοντίζω hurl a javelin aor subj act 3rd sg ἀκοντίζω hurl a javelin fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… … Dictionary of Greek
ακοντισμός — ο (Α ἀκοντισμός) [ἀκοντίζω] η ακόντιση* νεοελλ. αγώνισμα κατά το οποίο ρίχνεται έντεχνα το ακόντιο σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση με πνεύμα συναγωνισμού μσν. (για υγρά) ανάβρυσμα, αναπήδημα … Dictionary of Greek